Μια φορά τζι έναν τζαιρόν ήταν ο Δημητρός (à la Αίγια Fuxia). Ομολογουμένως πολλά καλός βοσκός ο Δημητρός. Ο τζύρης του άφηκεν του δέκα τσουρούες, τες οποίες εκληρονόμησεν που το δικό του τζύρη. Αλλά ο Δημητρός είχεν τον τρόπον του, τζιαι τες δέκα τσουρούες έκαμέν τες τριάντα. Τζιαί αγαπούσαν τον οι τσουρούες του. Ετάιζεν τες, επότιζεν τες, εγάλευκέν τες με αγάπη, ελάλεν τους «έλα τσουρούα μου να φάεις» τζιαί τζείνες εβουρούσαν. Εκληρονόμησεν τζιαί η γεναίκα του πέντε όρνιθες τζιαί έναν πετεινόν, τζιαί είχαν τες να τους κάμνουν γιόρκιν αυκά. «Πίριπιριπίριπίρι» ελάλεν τους, τζιαί τζείνες εβουρούσαν να φάσιν.
Είδαν τον οι χωρκανοί του ήντα μαλακτός τζιαί άξιος ήταν τζιαί ήντα καλούς τρόπους είχεν με τα κτηνά του, τζιαί αποφασίσαν να τον κάμουν μουχτάρην. Ο Δημητρός εδέκτηκεν. Πάντα ήθελεν να γίνει ο μουχτάρης του χωρκού, να βάλει γραββάταν τζιαί να κορτώνει μες στους μαχαλάες. Εγόρασεν τζιαί γάρον, για να πηαίννει στο κεφαλοχώριν της περιοχής να συζητά με τους άλλους μουχτάρηες για τα προβλήματα της υπαίθρου, για την αναβροχιάν και τους κούφιους σπόρους τζιαί τα λοιπά. Τζιαί έφκαλέν τον «Στέφον» το γάρο του, γιατί είχεν απωθημένο που εν έκαμεν γιούες να φκάλει το όνομα του τζύρη του. «Μπρρρρ Στέφο μου», ελάλεν του γάρου του, τζιαί τζείνος εξεκίναν. «Σσιόοο Στέφο μου», ελάλεν του γάρου του τζιαί τζείνος εσταμάταν. Τζιαί ένιωθεν ότι είχεν ολόκληρον Βόλβο!
Τελοσπάντων, μια μέρα πέμπουν του Δημητρού του μουχτάρη μήνυμα που τη χώρα να πάει στη σύσκεψη των μουχταρέων τζιαί των δημάρχων, να συντύχουσιν για τα προβλήματα του τόπου τους. Καβαλλά τον γάρον του τον Στέφον τζιαί κατεβαίνουν αντάμα εις τη χώρα. Μόλις εμπήκεν της χώρας ο Δημητρός έμεινεν με το στόμα ανοιχτό τζιαί εποθαύμαζεν τα τριώροφα σπίθκια τζιαί τα μόλλ τζιαί τους διπλούς τους δρόμους. «Ήντα καλά να είχεν τζιαί το χωρκόν μου ποτούτα», εσκέφτηκεν.
Λάου λάου, με τα μάθκια δεκατέσσερα μεν τον πατήσει κανέναν αυτοκίνητο, πάει καβάλλα στο γάρο του στο δημαρχείο, δίπλα που μιαν κολύμπαν που επέτασσεν νερόν ίσια πάνω, τη «δεξαμενήν» όπως του την είπαν για να έβρει τον τόπον τζιαί να μεν χαθεί.
Ε, για να μεν τα πολυλογώ, δίννει ο Δημητρός το γάρον του πάνω σε έναν παλλούτζιν δίπλα που την στράταν τζιαί μπαίνει. Θωρεί τους ούλλους τους μουχτάριες τζιαί τους δημάρχους κοστουμαρισμένους τζιαί αντρέπεται που τζείνος εκατέβηκεν με τη βράκα τζιαί τες ποήνες του. Ήντα που να κάμει όμως, ίσιωσεν το κότσινο μαντηλούν που του έβαλεν η γεναίκα του στην πούγκα του πουκαμίσου του, έβριξεν τζιαί εμπήκεν. Τζιαί αρχίσασιν οι αθρώποι να συντυχάνουσιν τζιαί να λαλούν ο καθένας τες σκέψεις του τζιαί τα μαντάτα που επέμπαν οι χωρκανοί τους. Αλλά ο Δημητρός εν εκαταλάβαινεν, διότι εν είχεν τελειώσει το σχολείο τζιαί εν τα έπιαννεν τούτα τα επίσημα. Μόνον τη γλώσσα του χωρκού του ήξερεν ο καημένος να συντυχάνει. Τζιαί εσιώπαν τζιαί εθώρεν τους άλλους τζιαί όποτε οι άλλοι εσούζαν την κκελλέν τους, έσουζεν την τζιαί τζείνος, τζιαί όποτε επισκαλίζασιν, επισκάλιζεν τζιαί τζείνος.
Άξιππα όμως γροικά το όνομά του. Εφωνάζαν του να πει τζιαί τζείνος τη γνώμη του. Σηκώννεται το λοιπόν ο Δημητρός, ξεροβήχει όπως είδεν τζιαί τους άλλους να κάμνουν, τζιαί αρχίζει να τους λαλεί για το χωρκόν του, για τες τσούρες του, για τες όρνιθες που εκληρονόμησεν η γεναίκα του, για τα χαλλούμια τζιαί τα λουκάνικα που είχαν γιόρκι. Λαλεί τους τζιαί για το γάρο του τον Στέφο τζιαί γεμώνουν τα μάθκια του. Έπιαν τον ο νόστος, ήθελεν να γυρίσει στα χωράφκια του τζιαί στη μάντρα του που τα ήξερεν καλά...
«Άτε σιόρ, εν μας αφήννετε στην ησυχία μας, με τες τσουρες μας τζιαί τες όρνιθές μας, τζιαί θέλετε μου μίσσιμου να μας φέρετε δρόμον τζιαί ρεύμαν στο χωρκό μας... Ήντα που να τα κάμουμε σιόρ; Εμείς έχουμε τους γάρους μας τζιαί τες λάμπες με το μαυρόλαον, ήντα που τους θέλουμε τους δρόμους τζιαί τα τσιμέτα τζιαί τα αυτοκίνητα; Αφήστε μας στην ησυχία μας να πνάσουμεν! Επρήσετέ μας τα! Εν κανεί που έρκεστε συνέχεια στους μαχαλλάες μας να γυρίσετε έργα μίσσιμου τζιαί να φκάλετε φωτογραφίες, ήντα που άλλο θέλετε που τη ζωή μας;»
Ακούν τον οι άρχοντες του υπουργείου τζιαί τρίφκουν τα χέρκα τους που εγλυτώσαν έτσι κοντύλιν μες στην οικονομικήν κρίσην. Χαίρουνται και οι μουχτάρηες των δίπλα χωρκών, αφού χωρίς δρόμο στο κωλοχώρι του Δημητρού, ούλλοι οι έμποροι τζιαί οι τουρίστες εν να πηαίννουν στα δικά τους χωρκά. Θωρεί τους ο Δημητρός τζιαί δυσπυρκά: «Άτε σιόρ, εν αντρέπεστε τα μούτρα σας που εισβάλετε στο χωρκο μας τζιαί εκλέψετέ μας πέντε όρνιθες πέρσι τα Χριστούγεννα; Τζιαι εσύ ρε παλιοκαλαμαρά, εν αντρέπεσαι που ο τζύρης σου ο καλαμαράς εισέβαλεν τζιαί έκλεψεν τη μάνα σου πριν τόσα χρόνια τζιαί εκάμαν σε χωρίς ν' αρμαστούν;»
Φακκά τζιαί το χέριν του πας στο τραπέζιν ο Δημητρός τζιαί σηκώννεται τζιαί φκέννει που την κάμαρην τζιαί καβαλλά το γάρο του τζιαί πάσιν πίσω στο χωρκό τους. Τζιαί οι άλλοι πίσω του χαίρουνται που εγλυτώσαν που λλόου του. Τζιαί μόλις φτάνει στο χωρκό του εν συντυχάννει κανενού τζιαί πάει τζιαί πέφτει στη μονήν του, για να μεν τον ρωτούν ήντα που έγινε με το δρόμο τζιαί το ρεύμα. Βαρκέται να τους εξηγά, έτσι μαννοί που ένει πού να καταλάβουν;... Στο κάτω-κάτω της γραφής, τζείνοι φταίσιν που τον εβκάλαν μουχτάρην! Αφού εξέραν πως εν του αρέσκουν μέ οι δρόμοι μέ τα ρεύματα μέ οι τουρίστες!
Είδαν τον οι χωρκανοί του ήντα μαλακτός τζιαί άξιος ήταν τζιαί ήντα καλούς τρόπους είχεν με τα κτηνά του, τζιαί αποφασίσαν να τον κάμουν μουχτάρην. Ο Δημητρός εδέκτηκεν. Πάντα ήθελεν να γίνει ο μουχτάρης του χωρκού, να βάλει γραββάταν τζιαί να κορτώνει μες στους μαχαλάες. Εγόρασεν τζιαί γάρον, για να πηαίννει στο κεφαλοχώριν της περιοχής να συζητά με τους άλλους μουχτάρηες για τα προβλήματα της υπαίθρου, για την αναβροχιάν και τους κούφιους σπόρους τζιαί τα λοιπά. Τζιαί έφκαλέν τον «Στέφον» το γάρο του, γιατί είχεν απωθημένο που εν έκαμεν γιούες να φκάλει το όνομα του τζύρη του. «Μπρρρρ Στέφο μου», ελάλεν του γάρου του, τζιαί τζείνος εξεκίναν. «Σσιόοο Στέφο μου», ελάλεν του γάρου του τζιαί τζείνος εσταμάταν. Τζιαί ένιωθεν ότι είχεν ολόκληρον Βόλβο!
Τελοσπάντων, μια μέρα πέμπουν του Δημητρού του μουχτάρη μήνυμα που τη χώρα να πάει στη σύσκεψη των μουχταρέων τζιαί των δημάρχων, να συντύχουσιν για τα προβλήματα του τόπου τους. Καβαλλά τον γάρον του τον Στέφον τζιαί κατεβαίνουν αντάμα εις τη χώρα. Μόλις εμπήκεν της χώρας ο Δημητρός έμεινεν με το στόμα ανοιχτό τζιαί εποθαύμαζεν τα τριώροφα σπίθκια τζιαί τα μόλλ τζιαί τους διπλούς τους δρόμους. «Ήντα καλά να είχεν τζιαί το χωρκόν μου ποτούτα», εσκέφτηκεν.
Λάου λάου, με τα μάθκια δεκατέσσερα μεν τον πατήσει κανέναν αυτοκίνητο, πάει καβάλλα στο γάρο του στο δημαρχείο, δίπλα που μιαν κολύμπαν που επέτασσεν νερόν ίσια πάνω, τη «δεξαμενήν» όπως του την είπαν για να έβρει τον τόπον τζιαί να μεν χαθεί.
Ε, για να μεν τα πολυλογώ, δίννει ο Δημητρός το γάρον του πάνω σε έναν παλλούτζιν δίπλα που την στράταν τζιαί μπαίνει. Θωρεί τους ούλλους τους μουχτάριες τζιαί τους δημάρχους κοστουμαρισμένους τζιαί αντρέπεται που τζείνος εκατέβηκεν με τη βράκα τζιαί τες ποήνες του. Ήντα που να κάμει όμως, ίσιωσεν το κότσινο μαντηλούν που του έβαλεν η γεναίκα του στην πούγκα του πουκαμίσου του, έβριξεν τζιαί εμπήκεν. Τζιαί αρχίσασιν οι αθρώποι να συντυχάνουσιν τζιαί να λαλούν ο καθένας τες σκέψεις του τζιαί τα μαντάτα που επέμπαν οι χωρκανοί τους. Αλλά ο Δημητρός εν εκαταλάβαινεν, διότι εν είχεν τελειώσει το σχολείο τζιαί εν τα έπιαννεν τούτα τα επίσημα. Μόνον τη γλώσσα του χωρκού του ήξερεν ο καημένος να συντυχάνει. Τζιαί εσιώπαν τζιαί εθώρεν τους άλλους τζιαί όποτε οι άλλοι εσούζαν την κκελλέν τους, έσουζεν την τζιαί τζείνος, τζιαί όποτε επισκαλίζασιν, επισκάλιζεν τζιαί τζείνος.
Άξιππα όμως γροικά το όνομά του. Εφωνάζαν του να πει τζιαί τζείνος τη γνώμη του. Σηκώννεται το λοιπόν ο Δημητρός, ξεροβήχει όπως είδεν τζιαί τους άλλους να κάμνουν, τζιαί αρχίζει να τους λαλεί για το χωρκόν του, για τες τσούρες του, για τες όρνιθες που εκληρονόμησεν η γεναίκα του, για τα χαλλούμια τζιαί τα λουκάνικα που είχαν γιόρκι. Λαλεί τους τζιαί για το γάρο του τον Στέφο τζιαί γεμώνουν τα μάθκια του. Έπιαν τον ο νόστος, ήθελεν να γυρίσει στα χωράφκια του τζιαί στη μάντρα του που τα ήξερεν καλά...
«Άτε σιόρ, εν μας αφήννετε στην ησυχία μας, με τες τσουρες μας τζιαί τες όρνιθές μας, τζιαί θέλετε μου μίσσιμου να μας φέρετε δρόμον τζιαί ρεύμαν στο χωρκό μας... Ήντα που να τα κάμουμε σιόρ; Εμείς έχουμε τους γάρους μας τζιαί τες λάμπες με το μαυρόλαον, ήντα που τους θέλουμε τους δρόμους τζιαί τα τσιμέτα τζιαί τα αυτοκίνητα; Αφήστε μας στην ησυχία μας να πνάσουμεν! Επρήσετέ μας τα! Εν κανεί που έρκεστε συνέχεια στους μαχαλλάες μας να γυρίσετε έργα μίσσιμου τζιαί να φκάλετε φωτογραφίες, ήντα που άλλο θέλετε που τη ζωή μας;»
Ακούν τον οι άρχοντες του υπουργείου τζιαί τρίφκουν τα χέρκα τους που εγλυτώσαν έτσι κοντύλιν μες στην οικονομικήν κρίσην. Χαίρουνται και οι μουχτάρηες των δίπλα χωρκών, αφού χωρίς δρόμο στο κωλοχώρι του Δημητρού, ούλλοι οι έμποροι τζιαί οι τουρίστες εν να πηαίννουν στα δικά τους χωρκά. Θωρεί τους ο Δημητρός τζιαί δυσπυρκά: «Άτε σιόρ, εν αντρέπεστε τα μούτρα σας που εισβάλετε στο χωρκο μας τζιαί εκλέψετέ μας πέντε όρνιθες πέρσι τα Χριστούγεννα; Τζιαι εσύ ρε παλιοκαλαμαρά, εν αντρέπεσαι που ο τζύρης σου ο καλαμαράς εισέβαλεν τζιαί έκλεψεν τη μάνα σου πριν τόσα χρόνια τζιαί εκάμαν σε χωρίς ν' αρμαστούν;»
Φακκά τζιαί το χέριν του πας στο τραπέζιν ο Δημητρός τζιαί σηκώννεται τζιαί φκέννει που την κάμαρην τζιαί καβαλλά το γάρο του τζιαί πάσιν πίσω στο χωρκό τους. Τζιαί οι άλλοι πίσω του χαίρουνται που εγλυτώσαν που λλόου του. Τζιαί μόλις φτάνει στο χωρκό του εν συντυχάννει κανενού τζιαί πάει τζιαί πέφτει στη μονήν του, για να μεν τον ρωτούν ήντα που έγινε με το δρόμο τζιαί το ρεύμα. Βαρκέται να τους εξηγά, έτσι μαννοί που ένει πού να καταλάβουν;... Στο κάτω-κάτω της γραφής, τζείνοι φταίσιν που τον εβκάλαν μουχτάρην! Αφού εξέραν πως εν του αρέσκουν μέ οι δρόμοι μέ τα ρεύματα μέ οι τουρίστες!
5 σχόλια:
Μάνα μου ρε, εγώ εσυμπάθησα τον Δημητρό:) Καταλαβαίνω τον. Η απορία μου όμως είναι, αφού εν του αρέσκει γιατί εν τα παρατά;
Μα αρέσκει του να είναι μουχτάρης στο χωρκό του! Εν το να πηαίννει στην πόλη να συντυχάννει με τους δημάρχους τζιαί τα υπουργεία που εν του αρέσκει! Γι' αυτό αποφάσισε να μεν ξαναφκεί που το χωρκό του...
Ευθύνες ευθύνες.. Εν μπορεί να στέλνει αντιπρόσωπο; να μείνει στο χωρκό, να κάμνει τα δικά του τζιαι να μεν κάμνει πελλάρες;
πάντως αρεσε μου πολλά η ιστορία. να υποθέσω ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι συμπτωματική; :)
Ου, εξέχασα να το διευκρινίσω:
Οποιαδήποτε ομοιότις με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική!
Αγαπητή Σίλβια, πκιό κακόγουστην ιστορίαν δεν εθκιάβασα, τζιαι αν θέλεις να μάθεις γιατί, αρώτα με τζιαι να σου πώ ευχαρίστως.
Δημοσίευση σχολίου